τιμωρώ

τιμωρώ
τιμώρησα, τιμωρήθηκα, τιμωρημένος
1. επιβάλλω τιμωρία, εκδικούμαι: Τιμωρήθηκε για κλοπή.
2. ταλαιπωρώ, βασανίζω: Με τιμωρείς κρατώντας με όρθιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμωρώ — τιμωρῶ, έω, ΝΜΑ [τιμωρός] επιβάλλω τιμωρία για αξιόποινη πράξη, κολάζω νεοελλ. 1. πατάσσω, πλήττω («θα σέ τιμωρήσει ο θεός») 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ («τί σού έκανα και μέ τιμωρείς σκληρά;») αρχ. 1. εκδικούμαι («τῷ θανάτῳ τοῡ πατρός τιμωρεῑς», Διον …   Dictionary of Greek

  • τιμωρώ — τιμωρώ, τιμώρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τιμωρῶ — τῑμωρῶ , τιμωρέω to be an avenger pres subj act 1st sg (attic epic doric) τῑμωρῶ , τιμωρέω to be an avenger pres ind act 1st sg (attic epic doric) τῑμωρῶ , τιμωρός avenging masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρῷ — τῑμωρῷ , τιμωρός avenging masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοτιμωρούμαι — τιμωρώ, βασανίζω ο ίδιος τον εαυτό μου …   Dictionary of Greek

  • παραγδικιώνω — τιμωρώ πολύ σκληρά κάποιον που με προσέβαλε ή μέ αδίκησε, εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γδικιώνω «εκδικούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προστιμάρω — τιμωρώ με πρόστιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …   Dictionary of Greek

  • κουράζω — (Μ κουράζω) 1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά») 2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον μσν. 1. τιμωρώ κάποιον 2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • αποβγάνω — κ. βγάλλω (Μ ἀποβγάνω κ. βγάλλω) 1. διώχνω, απομακρύνω 2. συνοδεύω, ξεπροβοδίζω 3. (για χρέος) ξεπληρώνω, εξοφλώ 4. βγάζω τελείως 5. βγάζω κάποιον απ τη μέση, δολοφονώ 6. τιμωρώ μσν. 1. (για κόρη) παντρεύω 2. ελευθερώνω, αποφυλακίζω 3. τιμωρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”